- αλλαντοπώλης
- ο торговец колбасными изделиями, колбасник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀλλαντοπώλης — sausage seller masc nom sg ἀ̱λλαντοπώλης , ἀλλαντοπωλέω deal in sausages imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλλαντοπωλέω deal in sausages imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαντοπώλης — ο (Α ἀλλαντοπώλης) αυτός που πουλάει αλλαντικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + πώλης < πωλῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλαντοπωλῶ (νεοελλ. αλλαντοπωλείο] … Dictionary of Greek
αλλαντοπώλης — ο θηλ. ισσα αυτός που πουλά αλλαντικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀλλαντοπώλης — Ἀλλαντο πώλης seller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπῶλα — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc voc sg ἀλλαντοπώλης sausage seller masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπωλῶν — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc gen pl ἀλλαντοπωλέω deal in sausages pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπῶλαι — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπώλην — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπώλου — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαντοπώλῃ — ἀλλαντοπώλης sausage seller masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαντοπωλώ — ἀλλαντοπωλῶ ( έω) (Α) [ἀλλαντοπώλης] πουλώ αλλαντικά, είμαι αλλαντοπώλης … Dictionary of Greek